Ποιήματα με θέμα την θάλασσα
Το Εγκώμιο της Θαλάσσης
Κώστας Καρυωτάκης
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του
ιδανικού. Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.
Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα
κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί
ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος
στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας
κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά.
Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου
ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή
της.
Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι
της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες
επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα
πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη
σκιά τους. Άνθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη,
ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια
περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα,
μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών
κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία,
και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα
τ' άλλα -- ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος
--
ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.
Κωστή Παλαμά, «Μια πίκρα»
Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ’ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτω μου χρόνω κοντά στ’ ακρογιάλι,
στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστένασμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
Μια μένα είν’ η μοίρα μου, μια μένα είν’ η χάρη μου,
δε γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.
Και νά! μέσ’ στον ύπνο μου την έφερε τ’ όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
Κ’ εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!
Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι;
Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβυστη και μέσ’ στον παράδεισο
των πρώτω μας χρόνω κοντά στ’ ακρογιάλι.
[πηγή: Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τ. Ε΄, Μπίρης, Αθήνα χ.χ., σ. 197-198]
Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)
|